Απαντήσεις σημείο προς σημείο στην προπαγάνδα της ΕΛΕΤΑΕΝ από το Δίκτυο Συλλογικοτήτων για την Ενέργεια
ΕΝΟΤΗΤΑ 3η
ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ
Είναι "θεωρίες συνωμοσίας και μύθοι" όπως λέει η ΕΛΕΤΑΕΝ τα παρακάτω;
13 Δεν υπάρχει κλιματική αλλαγή και αν υπάρχει δεν οφείλεται σε ανθρώπινες δραστηριότητες. *Σημείωση: Η φράση αυτή μας είναι ακατανόητη. Εκτός από ανιστόρητη έρχεται σε σαφή αντίθεση με τον πολύ αντικειμενικό προβληματισμό που υπάρχει στο υπόλοιπο κείμενο. Γι αυτό και η διαγράμμιση [Οικολογία ή Βαρβαρότητα]
ΘΕΣΗ ΕΛΕΤΑΕΝ
Η ανθρωπότητα βρίσκεται αντιμέτωπη με την κλιματική αλλαγή και είναι η ίδια υπεύθυνη για αυτό
ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΔΙΚΤΥΟΥ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΤΗΤΩΝ
Στο επίπεδο της κοινωνίας, το μείζον θέμα δεν είναι η θεωρητική αναζήτηση των αιτίων της κλιματικής αλλαγής, αλλά το ποια είναι τα αποτελέσματα των πολιτικών που εφαρμόζονται στο όνομα της αντιμετώπισής της.
Η αναζήτηση της εξήγησης φαινομένων, όπως αυτό της κλιματικής αλλαγής, είναι αντικείμενο εκτεταμένων επιστημονικών ερευνών, πεδίο στο οποίο -όπως είναι φυσικό- διαμορφώνονται πλειοψηφούσες και μειοψηφούσες απόψεις, ανάλογα με τη χρονική περίοδο αναφοράς. Δηλαδή, κάποια εξήγηση που χτες φάνταζε επαρκής, σήμερα μπορεί να μην είναι (και το αντίστροφο), πράγμα που σημαίνει ότι η προσφυγή σε ποσοστά για την υποστήριξη της μιας ή της άλλης άποψης δεν αποτελεί την ενδεδειγμένη επιστημονική μέθοδο διακρίβωσης της ορθότητάς τους.
Οι διαφορετικές επιστημονικές προσεγγίσεις αντανακλώνται και στις αντιλήψεις που διαμορφώνονται στο ευρύτερο σώμα της κοινωνίας, αλλά και στο επίπεδο των κινηματικών συλλογικοτήτων, ίσως και με πιο εμφατικό τρόπο, αφού τα κριτήρια διαμόρφωσης άποψης δεν είναι αμιγώς επιστημονικά, κάτι που είναι απολύτως φυσιολογικό, εκτός του ότι είναι και αναγκαίο.
Χωρίς να υποτιμάται η ανάγκη παρακολούθησης και κατανόησης των ευρημάτων της επιστημονικής έρευνας και η απροκατάληπτη συζήτηση πάνω σε αυτά, είναι σαφές ότι για τα κινήματα στο χώρο της ενέργειας και, γενικότερα, για το περιβαλλοντικό κίνημα το μείζον θέμα δεν είναι η θεωρητική αναζήτηση των αιτίων της κλιματικής αλλαγής, αλλά το ποια είναι τα αποτελέσματα των πολιτικών που εφαρμόζονται στο όνομα της αντιμετώπισής της. Διότι, τα κινήματα -και στο θέμα της κλιματικής αλλαγής- μπορούν να είναι αξιόπιστα και παρεμβατικά, όσο κινούνται στη βάση της συλλογικά κατακτημένης γνώσης και εμπειρίας τους. Στο βαθμό που επιχειρούν να κινηθούν σε πεδία ξένα με τη φύση και το χαρακτήρα τους αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο της πολιτικής εκμετάλλευσης και της διολίσθησης σε ανεπιθύμητες στοιχήσεις.
Μιλώντας για την ουσία του ζητήματος, μπορούμε να παραθέσουμε μια σειρά σημείων τα οποία συνθέτουν έναν ελάχιστο κοινό τόπο, για μεγάλο μέρος των πολιτών και των συλλογικοτήτων, που δεν επιθυμούν τα ζητήματα της κλιματικής αλλαγής να αποτελούν προνομιακό πεδίο άσκησης κυβερνητικών και εταιρικών πολιτικών:
Όταν γίνεται λόγος για «ανθρωπογενή αίτια» ή «ανθρώπινες δραστηριότητες», αναφερόμαστε -πρωτίστως- στα αποτελέσματα κρατικών και εταιρικών σχεδιασμών και δευτερευόντως σε μεμονωμένες ατομικές συμπεριφορές και δραστηριότητες. Η ευθύνη, για παράδειγμα, για τη διαρκή αποψίλωση του Αμαζονίου δεν μπορεί να αποδοθεί στους ιθαγενείς της περιοχής, ούτε στο ανθρώπινο είδος, συλλήβδην. Επίσης, θα πρέπει να πούμε -επειδή οι στόχοι μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου ποσοτικοποιούνται σε επίπεδο κρατών- ότι η συμβολή στις εκπομπές δεν είναι αναλογική μεταξύ των διαφόρων κρατών, ούτε μεταξύ των επιμέρους κοινωνικών τάξεων και ομάδων (περισσότερα στοιχεία στη συνέχεια).
Η κλιματική αλλαγή, όπως βιώνεται στις μέρες μας, είναι προϊόν (και) της λογικής της «ανάπτυξης» των 200 τελευταίων ετών και αποτελεί εκδήλωση της γενικότερης οικολογικής και περιβαλλοντικής κρίσης. Από αυτήν την άποψη, έχει θέση στην ατζέντα της στρατηγικής των περιβαλλοντικών κινημάτων, στη βάση ενός αυτόνομου και διακριτού λόγου, που δε θα εγκλωβίζεται στη ρητορική της επίσημης πολιτικής. Μιας πολιτικής η οποία δεν αποσκοπεί πραγματικά στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, αλλά στη δημιουργία της εντύπωσης ότι το κάνει.
Κάτω από αυτήν την οπτική, ο αγώνας για την ανάσχεση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής δεν μπορεί παρά να είναι διαμετρικά αντίθετος, τόσο με την «μαύρη ανάπτυξη», όσο και με την «πράσινη ανάπτυξη» της αγοράς, καθώς και με κάθε συστημική δήθεν «λύση», που επιχειρεί να εξωραΐσει τις διαχρονικές και σύγχρονες ευθύνες του ίδιου του συστήματος.
Κάθε επιστημονική θεωρία εμπεριέχει μια πολιτική αντίληψη και στόχευση για το πώς θέλουμε να είναι ο κόσμος και όχι απλά για το πώς είναι. Ακόμη κι αν δεν είναι «χρωματισμένη» άμεσα, όπως συμβαίνει συχνά στους κλάδους των θετικών επιστημών, «χρωματίζεται» από τον τρόπο που αξιοποιείται. Κι αυτό είναι που, πολλές φορές, παραγνωρίζει σημαντικό τμήμα του περιβαλλοντικού και οικολογικού κινήματος. Το οποίο αναγνωρίζει εύκολα την πολιτική σύμπλευση αρνητών της κλιματικής αλλαγής και υποστηρικτών της πιο ακραίας και αδηφάγου λογικής της ανάπτυξης, αλλά δυσκολεύεται ή δε θέλει να παραδεχτεί τη σύμφυση της κυρίαρχης αφήγησης για την κλιματική αλλαγή με μια καθαρά συστημική περιβαλλοντική αντίληψη και με το ιδεολόγημα της «πράσινης ανάπτυξης».
Είναι απολύτως μονομερής η τάση να αποδίδονται στην κλιματική αλλαγή ή να θεωρούνται αιτίες για την επιτάχυνσή της μια σειρά περιβαλλοντικών προβλημάτων, που αποδεδειγμένα δεν έχουν σχέση με αυτήν, αποτέλεσμα της οποίας είναι η απόκρυψη ή η υποβάθμιση της πραγματικής φύσης μιας σειράς κορυφαίων προβλημάτων -που απαιτούν ιδιαίτερη τεκμηρίωση και δράση- και η επικέντρωση της συζήτησης στο πεδίο της αλλαγής του ενεργειακού μείγματος (λιγότερα ορυκτά καύσιμα, περισσότερες ΑΠΕ), ένα πεδίο στο οποίο το σύστημα διαθέτει εναλλακτικές επιλογές και δυνατότητες ελιγμών και διαφυγής. Με τον τρόπο αυτό, αντί να αποκαθηλώνεται συνολικά η λογική της ανάπτυξης, ευνοείται η αναπαραγωγή του συστήματος.
H αντίληψη ότι ο αγώνας για την αντιμετώπιση του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής είναι μονοσήμαντα συνδεδεμένος με μια συγκεκριμένη πολιτική ενεργειακής αναδιάρθρωσης -αυτήν που υπαγορεύουν οι διακυβερνητικές διασκέψεις, η ευρωπαϊκή πολιτική για την ενέργεια και οι αντίστοιχες εθνικές πολιτικές- λειτουργεί εκβιαστικά σε βάρος των τοπικών κοινωνιών, που συνειδητοποιούν ότι η πολιτική αυτή έχει γεννήσει «τέρατα» σε όλα τα ενεργειακά μέτωπα. Ο συμβιβασμός με αντιλήψεις αυτού του είδους δεν συντηρητικοποιεί, απλά, το λόγο των κινημάτων, αλλά δημιουργεί και τεράστια προσκόμματα στην κοινή τους δράση.
Η κλιματική αλλαγή έχει συνδεθεί ευθέως και μονομερώς με τη χρήση των ορυκτών καυσίμων και, κατ’ επέκταση, με τις πολιτικές στον τομέα της ενέργειας. Σε αυτό έχει συμβάλλει το γεγονός ότι το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό της συνολικής παγκόσμιας κατανάλωσης ενέργειας καλύπτεται από τη χρήση ορυκτών καυσίμων. Όσο η σχετική συζήτηση περιορίζεται σε αυτό το δίπολο (κλιματική αλλαγή - ορυκτά καύσιμα), αποκρύπτονται ή υποβαθμίζονται όλες οι άλλες πτυχές των επιπτώσεων που έχει η προσπάθεια ελέγχου των κοιτασμάτων, των εξορύξεων και της χρήσης των ορυκτών καυσίμων. Είτε πρόκειται για τις τοπικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις, είτε για την ερημοποίηση μεγάλων περιοχών, είτε για τις μετακινήσεις πληθυσμών, είτε για την αλλοίωση της φυσιογνωμίας των τοπικών κοινωνιών, είτε για την πολιτική και οικονομική εξάρτηση, είτε για τις γεωστρατηγικές αναταράξεις, είτε για τον κίνδυνο πολεμικών συγκρούσεων, είτε, είτε ...
Με μια δόση υπερβολής, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι -ακόμη κι αν διανύαμε μια νέα περίοδο πάγων- η ελαχιστοποίηση της χρήσης των ορυκτών καυσίμων θα έπρεπε να αποτελεί κεντρικό στοιχείο διεκδίκησης των κινημάτων. Είναι πολύ σημαντικό να μην πέσουμε στην παγίδα της μετατόπισης του πολιτικού και κινηματικού στόχου, από τον έλεγχο της ζήτησης και κατανάλωσης ενέργειας, στην αδιέξοδη αναζήτηση της βέλτιστης σύνθεσης του ενεργειακού μείγματος, καθώς τα κινήματα πιέζονται αφόρητα προς μια τέτοια κατεύθυνση. Διότι χωρίς αυτόν το στόχο, είναι εντελώς ουτοπική η ιδέα της ουσιαστικής μείωσης της χρήσης των ορυκτών καυσίμων.
Η φύση και η βιοποικιλότητα αντιμετωπίζουν σοβαρότατους κινδύνους, που δεν περιγράφονται πλήρως με την εξήγηση της αύξησης της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη.
Ορισμένοι από αυτούς τους κινδύνους συνδέονται με την απώλεια οικοσυστημάτων από την αλλαγή χρήσης γης (όπως η κατασκευή νέων δρόμων και λοιπών τεχνητών επιφανειών που απαιτούν οι βιομηχανικοί αιολικοί σταθμοί)31. Είναι αντίφαση να περιμένουμε από τη βιομηχανία, συμπεριλαμβανομένης της ενεργειακής, να λύσει προβλήματα που η ίδια δημιούργησε. Σε ό,τι αφορά στην Ελλάδα, σημειώνουμε ότι καταδικάστηκε, επειδή δεν έχει θεσπίσει στόχους διατήρησης για τους προστατευόμενους οικότοπους, μια διαδικασία που θα έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί από το 2012. Η εξέλιξη αυτή είναι ενδεικτική της απροθυμίας της χώρας να λάβει την τελευταία δεκαετία ουσιαστικά μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος32.
Σχετικά με την ανισομερή συμβολή στις εκπομπές αέριων ρύπων, που προαναφέρθηκε, είναι ενδεικτικό ότι το 1% των πλουσιότερων του πλανήτη, ευθύνεται για διπλάσιες εκπομπές σε σχέση με το 50% των φτωχότερων, ενώ θα πρέπει στα επόμενα 10 χρόνια, να μειώσει 35 φορές τους ρύπους του για να φτάσει το στόχο που έθεσε η συμφωνία του Παρισιού. Αντίστοιχα, το 10% των πλουσιότερων, ευθύνεται για το 50% των παγκόσμιων ρύπων, και θα πρέπει, σύμφωνα με τους ίδιους στόχους, να μειώσει 12 φορές τους ρύπους του, μέσα στα επόμενα 10 χρόνια33. Οι δέκα πλουσιότερες χώρες του πλανήτη συμμετέχουν σε ποσοστό 75% στις παγκόσμιες εκπομπές ρύπων, ενώ η συμμετοχή της Γερμανίας είναι τους τάξης του 6%. Στην Ελλάδα το 25% της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας αφορά σα νοικοκυριά, ενώ η βιομηχανία είναι ο κύριος καταναλωτής, με τη συνολική κατανάλωση 11 εργοστασίων να ανέρχεται σε 5.300 GWh ετησίως, ποσότητα που αντιστοιχεί στο 12% της συνολικής ετήσιας κατανάλωσης της χώρας.
Τέλος, αξίζει μια αναφορά στο διάτρητο και υποκριτικό μηχανισμό εμπορίας ρύπων. Η αναθεωρημένη οδηγία για τις ΑΠΕ του 2017 (PED II) έθετε ως δεσμευτικούς τους στόχους συνεισφοράς των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας σε ενωσιακό επίπεδο, επιτρέποντας ευελιξία στα κράτη-μέλη. O μηχανισμός αυτός επιτρέπει στα κράτη-μέλη που συμμετέχουν να χρηματοδοτούν έργα ΑΠΕ στο έδαφος άλλων κρατών - μελών με αντάλλαγμα να υπολογίζεται η συνεισφορά τους στην κάλυψη των εθνικών τους στόχων!
14 Η αιολική ενέργεια δεν συνεισφέρει στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
ΘΕΣΗ ΕΛΕΤΑΕΝ
Η αιολική ενέργεια συμβάλλει στη μείωση των συνολικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.
ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΔΙΚΤΥΟΥ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΤΗΤΩΝ
Στην κυρίαρχη αντίληψη για την κλιματική αλλαγή βρίσκεται ο κίνδυνος της υπερθέρμανσης, λόγω της υπέρμετρης συγκέντρωσης στην ατμόσφαιρα αερίων του θερμοκηπίου. Συνεπώς η αποτελεσματικότητα των εφαρμοζόμενων πολιτικών ενέργειας και των επιμέρους τεχνολογιών ΑΠΕ πρέπει να τεκμηριώνεται με αδιάσειστα στοιχεία (όχι προβλέψεις) για τη διαχρονική μείωσή τους, κάτι που -για την ώρα- δε γίνεται.
Eίναι, πραγματικά, εντυπωσιακό ότι, ενώ οι εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου αποτελούν κομβικό ζήτημα στη συζήτηση περί κλιματικής αλλαγής, η προσβασιμότητα σε στοιχεία που τεκμηριώνουν την ποσοτική εξέλιξή τους είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Μετρήσεις στο επίπεδο της ατμόσφαιρας, συνδυασμένες με μοντέλα πρόβλεψης των πιθανολογούμενων εκπομπών δε λειτουργούν πειστικά, ιδιαίτερα όταν δεν υπόκεινται σε διαδικασία δημόσιου ελέγχου.
Σε επίπεδο χώρας, αυτή η τάση απεικονίζεται ξεκάθαρα στο ισχύον εθνικό σχέδιο για την ενέργεια και το κλίμα (ΕΣΕΚ, 2019), στο οποίο παρατίθεται (σελίδα 43) πίνακας εξέλιξης των εκπομπών ρύπων, χωρίς καμία απολύτως παραπομπή σε πρωτογενή πηγή. Αναφέρεται, μάλιστα, χαρακτηριστικά ότι: «Επισημαίνεται ότι οι συγκεκριμένες εκπομπές δεν προσομοιώνονται ούτε αναλύονται περαιτέρω στο πλαίσιο του ΕΣΕΚ, καθώς η παρακολούθηση της εξέλιξής τους αποτελεί υποχρέωση έτερων εθνικών απογραφών εκπομπών και του Εθνικού Προγράμματος Ελέγχου της Ατμοσφαιρικής Ρύπανσης, το οποίο εκπονείται εντός του 2019, αναλύοντας περαιτέρω τις επιπτώσεις των μέτρων του ΕΣΕΚ όσον αφορά την επίτευξη των στόχων που τίθενται για την Ελλάδα στο πλαίσιο της Οδηγίας 2016/2284/ΕΚ.»
Οι ανεμογεννήτριες, κατά τη διάρκεια της λειτουργίας τους δεν παράγουν CO2, είναι προφανές. Η αναφορά σε αυτό το δεδομένο και στη (μη) έκλυση ρύπων -που θα γίνονταν αν ίση ποσότητα ενέργειας παράγονταν από θερμικούς σταθμούς-, για να τεκμηριωθεί η μείωσή τους, είναι εξαιρετικά απλοϊκή. Διότι παραγνωρίζει τις συνθήκες λειτουργίας του συστήματος και ιδιαίτερα αυτές των μονάδων φυσικού αερίου, που καλούνται να καλύψουν τη διαλείπουσα ενέργεια, εξαιτίας της αστάθειας των αιολικών εγκαταστάσεων, με μεταβαλλόμενη ισχύ και με συνεχείς εκκινήσεις.
Ανεπίσημες μελέτες για συγκεκριμένες περιοχές της χώρας, σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο, έχουν τεκμηριώσει την αύξηση των εκπομπών ρύπων.
Σύμφωνα με γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2013) «οι εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούνται για τη μετατροπή των διαλειπουσών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας σε ηλεκτρική ενέργεια επιτυγχάνουν το μέγιστο επίπεδο απόδοσής τους μόνο επί περιορισμένο αριθμό ωρών ετησίως. Η περίοδος χρήσης της εγκατεστημένης δυναμικότητας είναι περίπου 800 έως 1.000 ώρες για τα φωτοβολταϊκά κύτταρα (στη Γερμανία) και περίπου 1.800-2.200 ώρες για τη χερσαία παραγωγή αιολικής ενέργειας και σχεδόν το διπλάσιο για την αντίστοιχη υπεράκτια παραγωγή. Παραδείγματος χάρη, το 2011 στη Γερμανία (Πηγή: Energie Daten 2011, BundesministeriumfürWirtschaft), η ενεργειακή απόδοση των φωτοβολταϊκών κυττάρων και των ανεμογεννητριών ανήλθε σε ποσοστό ελάχιστα υψηλότερο του 10% και ελάχιστα χαμηλότερο του 20%, αντιστοίχως, σε σχέση με τη συνολική ετήσια απόδοση που επιτυγχάνεται θεωρητικά υπό συνθήκες αδιάλειπτης παραγωγής34.»
Μπορεί, φαινομενικά, να υπάρχει μείωση ρύπων, ωστόσο δύσκολα αμφισβητείται ότι σε χώρες με εκτεταμένες αιολικές εγκαταστάσεις, όπως η Δανία, οι εκπομπές CO2 δεν έχουν μειωθεί (Mason, 2005, Etherington 2009)35, 36. Σε μελέτη του ΕΜΠ, εξηγείται ξεκάθαρα ότι όσες χιλιάδες MW ΑΠΕ κι αν μπουν, όχι μόνο δεν κλείνουν οι συμβατικοί σταθμοί, αλλά αυξάνεται και η δυναμικότητά τους, ώστε να αντιμετωπίζουν την αστάθεια των ΑΠΕ37.
Σε αντίστιξη με τις προωθούμενες πολιτικές και μιλώντας για την Ελλάδα, υπολογίζεται ότι έχουμε τη δυνατότητα να παράγουμε 17 TWh ετησίως από φωτοβολταϊκά στις στέγες, που αντιστοιχεί στο 32% της ετήσιας κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας, ποσοστό σχεδόν διπλάσιο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, που είναι 16.8%. Αυτό είναι μια απόδειξη του πόσο πιο κατάλληλα και περιβαλλοντικά συμβατά για τις ελληνικές συνθήκες, είναι τα μικρής κλίμακας φωτοβολταϊκά στις στέγες και πόσο σημαντικό να τα εκμεταλλευθούμε κατά προτεραιότητα, σε σχέση με βιομηχανικής κλίμακας αιολικές εγκαταστάσεις, που έχουν μεγάλο και μη αναστρέψιμο αντίκτυπο στο περιβάλλον, με τον τρόπο που αναπτύσσονται και χωροθετούνται38.
Τέλος, δεν πρέπει να μας διαφεύγει -αφού μιλάμε για πρόβλημα με πλανητική διάσταση- ότι ακόμη και μια πιθανή (περιορισμένη) μείωση εκπομπών ρύπων, λόγω της λειτουργίας αιολικών εγκαταστάσεων, εξανεμίζεται μπροστά στη ραγδαία αυξανόμενη συνολική ζήτηση και κατανάλωση ενέργειας, που καταγράφεται τόσο στην πράξη, όσο και στις πιο επίσημες των προβλέψεων.
Η πρόσφατη έκθεση GlobalEnergyReview 202139 του Παγκόσμιου Οργανισμού Ενέργειας εκτιμά ότι το 2021 θα έχουμε τη δεύτερη μεγαλύτερη αύξηση εκπομπών CO2 στην ιστορία τους. Σημειώνεται, επίσης, ότι «Η δραματική διακοπή της οικονομικής δραστηριότητας πέρυσι λόγω της πανδημίας προκάλεσε μόνο μια σύντομη πτώση στις παγκόσμιες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα. Ωστόσο, φέτος, η παγκόσμια ζήτηση ενέργειας αναμένεται να αυξηθεί έντονα, και η χρήση άνθρακα και φυσικού αερίου αναμένεται να αυξηθεί πάνω από τα επίπεδα του 2019, σύμφωνα με τα τελευταία δεδομένα και εκτιμήσεις σε πραγματικό χρόνο για το 2021».
16 Οι ανεμογεννήτριες καταναλώνουν περισσότερη ενέργεια από όση παράγουν, επομένως εκπέμπουν περισσότερους ρύπους από όσους αποτρέπουν.
ΘΕΣΗ ΕΛΕΤΑΕΝ
Οι ανεμογεννήτριες έχουν απολύτως θετικό ενεργειακό και περιβαλλοντικό ισοζύγιο.
ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΔΙΚΤΥΟΥ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΤΗΤΩΝ
Στο πραγματικό ενεργειακό και περιβαλλοντικό ισοζύγιο των ανεμογεννητριών πρέπει να συνυπολογιστούν όλες οι παράμετροι, ορισμένες εκ των οποίων εκτείνονται πέραν του τυπικού χρόνου ζωής τους, ενώ άλλες είναι αδύνατον να αποτυπωθούν ποσοτικά.
Oι ισχυρισμοί της ΕΛΕΤΑΕΝ ακολουθούν και στο σημείο αυτό έναν απλοϊκό συλλογισμό, μιλώντας στεγνά για κατασκευή, μεταφορά και εγκατάσταση και χρησιμοποιώντας στοιχεία «σειράς μελετών και μετρήσεων», που δεν μπορούν να διασταυρωθούν. Αγνοούνται και παρακάμπτονται παράμετροι, που αφορούν το πραγματικό συνολικό περιβαλλοντικό αποτύπωμα των ανεμογεννητριών, που δεν περιορίζεται στον τυπικό χρόνο ζωής τους. Ας δούμε ορισμένες από τις πτυχές αυτών παραμέτρων.
Η θέση εγκατάστασης παίζει σημαντικό ρόλο. Ένα απλό παράδειγμα είναι των Αγράφων, στο έργο της Νιάλας, Βοϊδολίβαδο: 843.597 τ.μ. δάσους και χορτολιβαδικών εκτάσεων θα αλλοιωθούν σε βαθμό μη αναστρέψιμο, σύμφωνα με εκτίμηση του Δικτύου φορέων και πολιτών για την προστασία των Αγράφων Καρδίτσας. Εάν δεχτούμε ότι κάθε τετραγωνικό μέτρο δάσους μπορεί να απορροφήσει 1,6 kgCO2 το χρόνο (σύμφωνα με έρευνες, φυσικά εξαρτάται από τύπο δάσους, κ.λπ.) τότε μιλάμε για 1.349 τόνους CO2 το χρόνο, που θα μπορούσαν να είχαν απορροφηθεί αν το δάσος έμενε ανέγγιχτο. Αυτή είναι μόνο μία από τις λειτουργίες ενός οικοσυστήματος, που οδηγούν στη μείωση του CO2. Υπάρχουν πολλές άλλες, όπως η κατακράτηση του νερού από ένα δάσος σε ένα βουνό, η φυσική άντληση νερού από το υπέδαφος στα φύλλα των φυτών και στη συνέχεια η εξάτμιση και δημιουργία περισσότερων βροχοπτώσεων, η σταθεροποίηση του τοπικού κλίματος, η μείωση της πιθανότητας οικολογικών καταστροφών όπως π.χ. πλημμύρες (όπου κι αυτές έχουν τεράστιο κόστος σε CO2).
Στο συνολικό περιβαλλοντικό και ενεργειακό αποτύπωμα της αιολικής βιομηχανίας, όπως τη γνωρίζουμε, θα πρέπει να συνυπολογίσουμε το γεγονός ότι βασίζεται σε μια εκτεταμένη εξορυκτική, μεταφορική και μεταποιητική δραστηριότητα, η οποία περιλαμβάνει και σπάνιες γαίες. Κάτι τέτοιο ισχύει σε όλο το φάσμα της «πράσινης» ανάπτυξης40, αλλά με ιδιαίτερη έμφαση στη διαδικασία κατασκευής και εγκατάστασης ανεμογεννητριών, όπου για κάθε μία από αυτές -εκτός από τους εκατοντάδες τόνους τσιμέντου και χάλυβα- χρησιμοποιούνται σημαντικές ποσότητες μολυβδενίου (Mo), ψευδαργύρου( Zn), χαλκού (Cu), βωξίτη - αλουμινίου (Al), δυσπροσίου (Dy), νεοδυμίου (Nd), κοβαλτίου (Co), ενισχυμένων πλαστικών με ρητίνες, φθοριούχων αερίων, λιθίου (Li) κ.λπ. και παράγονται -εξίσου μεγάλες- ποσότητες επικίνδυνων αποβλήτων.40
17 Οι ανεμογεννήτριες επηρεάζουν το μικροκλίμα και το παγκόσμιο κλίμα.
ΘΕΣΗ ΕΛΕΤΑΕΝ
Οι ανεμογεννήτριες δεν αυξάνουν τη συνολική θερμοκρασία της ατμόσφαιρας του πλανήτη.
ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΔΙΚΤΥΟΥ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΤΗΤΩΝ
Μια σειρά από μελέτες σε παγκόσμιο επίπεδο οδηγούν σε αντίθετα συμπεράσματα από τους ισχυρισμούς της ΕΛΕΤΑΕΝ, όπως το πολύ πρόσφατο «Έγγραφο καθοδήγησης για τα έργα αιολικής ενέργειας και τη νομοθεσία της ΕΕ για την προστασία της φύσης» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Eκτός από την καταστροφή δασών και οικοσυστημάτων, που αυταπόδεικτα επηρεάζει το κλίμα σε μικρο- και μακρο- επίπεδο, η εγκατάσταση ανεμογεννητριών σε οποιαδήποτε τοποθεσία, ανεξαρτήτως εγγύτητας με το σταθμό, εξαιτίας του όγκου και ύψους δόμησης, στρεβλώνει το πεδίο ανέμου επηρεάζοντας την τοπική κλιματολογία. (e.g. Miller & Keith, 2018; Fiedler and Bukovsky,2011; Lapcik, 2011; Keithetall 2004; BadyaRoyetall, 2004).
Οι προαναφερθείσες μελέτες έχουν διερευνήσει την επίδραση των αιολικών σταθμών στον τοπικό καιρό και το κλίμα. Οι τουρμπίνες των ανεμογεννητριών επηρεάζουν την επιφανειακή θερμοκρασία, καθώς ευθύνονται για τη μεταφορά θερμότητας και σχετικής υγρασίας (Somnath & Traiteur, 2010). Στα ίδια συμπεράσματα καταλήγουν και μελέτες περιοχικών μοντέλων καιρού RAMS (Regional Atmosphere Modeling System), που έχουν δείξει ότι οι αιολικοί σταθμοί επηρεάζουν σημαντικά την τοπική μετεωρολογία και κλιματολογία41.
Σύμφωνα με τον με τον ομότιμο καθηγητή Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αθηνών, Γιώργο Κ. Στουρνάρα, οι ανεμογεννήτριες μεταβάλλουν τα μετεωρολογικά δεδομένα, εμποδίζοντας τη δημιουργία τοπικής βροχής, την ανάπτυξη της υγρασίας στο έδαφος και τη συσσώρευση των αναγκαίων ποσοτήτων νερού στον υδροφόρο ορίζοντα42.
Άλλες μελέτες στις ΗΠΑ έδειξαν ότι η επιφανειακή θερμοκρασία γύρω από βιομηχανικούς αιολικούς σταθμούς αυξήθηκε με ρυθμό 0,72 0C, ανά δεκαετία, σε σύγκριση με κοντινές περιοχές που δεν υπήρχαν ανεμογεννήτριες, κάτι που όπως επισημαίνει ο επικεφαλής της σχετικής έρευνας Liming Zhou του State University of New York οφείλεται στο γεγονός ότι οι ανεμογεννήτριες λειτουργούν ως ανεμιστήρες που σπρώχνουν το θερμό αέρα από τα πάνω προς τα κάτω, κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Σε δύο δημοσιεύσεις στα περιοδικά Environmental Research Letters και Joule, ερευνητές του πανεπιστημίου του Harvard διαπίστωσαν ότι η μετάβαση σε παραγωγή ενέργειας με μεγάλης κλίμακας βιομηχανικούς αιολικούς σταθμούς στις ΗΠΑ θα απαιτούσε 5 ως 20 φορές περισσότερη γη απ’ ότι είχε υπολογιστεί και τελικά η κατασκευή τους θα ανέβαζε τη θερμοκρασία στις ηπειρωτικές ΗΠΑ κατά 0,24 0 C43. Άλλη μελέτη του περίφημου Massachusetts Institute of Technnology (ΜΙΤ), «γκρεμίζει» εντελώς τα μεγάλα έργα ΑΠΕ, σαν υπεύθυνα αλλαγής του μικροκλίματος44. Η Ευρωπαϊκή επιτροπή ανακοίνωσε στις 18/11/2020 ένα έγγραφο καθοδήγησης για τα έργα αιολικής ενέργειας και τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την προστασία της φύσης. Σύμφωνα με το έγγραφο αυτό προκαλούνται αλλαγές στην θερμοκρασία του αέρα και την υγρασία της ατμόσφαιρας λόγω της κίνησης των πτερυγίων των ανεμογεννητριών45.
πηγή https://drive.google.com/file/d/11IiKDxmaOws3Lb_aV6Z7xA05thYC1bih/view