Για ένα κόσμο χωρίς ταλαιπωρημένα ζώα, η στόχευση οποιουδήποτε προοδευτικού νομοσχεδίου δεν μπορεί παρά να είναι διπλή: η ευζωία των ήδη υπαρχόντων αδέσποτων και η συστηματική και ενεργητική καλλιέργεια φιλοζωικής κουλτούρας στη νομοθεσία, στο κράτος, στους πολίτες.
της Σοφίας Μανδηλαράsmandilara@gmail.com
Τα νούμερα του πληθυσμού των αδέσποτων ζώων συντροφιάς στην Ελλάδα είναι αποκαρδιωτικά. Μόνο στον Ασπρόπυργο, οι εθελοντές φιλόζωοι φροντίζουν περισσότερα από χίλια σκυλιά, ενώ οι γάτες είναι κυριολεκτικά ανυπολόγιστες. Συνολικά στην Αττική, οι εκτιμήσεις όσων γνωρίζουν το πεδίο εκτινάσσονται σε τουλάχιστον ένα εκατομμύριο. Ευτυχώς, αντίστοιχα εντυπωσιακός είναι και ο αριθμός των συμπολιτών μας που πλέον αποφασίζουν να υιοθετήσουν ένα αδέσποτο, αν και, προς το παρόν, δεν μπορούμε να ελπίζουμε σε ένα μέλλον χωρίς εγκαταλελειμμένα και ταλαιπωρημένα ζώα. Αυτό είναι το σπουδαιότερο ερώτημα στο οποίο θα έπρεπε να ανταποκρίνεται το σχέδιο νόμου και αυτή είναι η εκκωφαντική του ανεπάρκεια, όχι όμως και η μόνη.
Τι έλεγε και τι εννοούσε το νομοσχέδιο
Πράγματι, υπήρξε ένα μέρος της κριτικής απέναντι στο σχέδιο νόμου η οποία ήταν άστοχη, πιθανά λόγω άγνοιας. Για παράδειγμα, είναι ήδη -και πρέπει να είναι- υποχρεωτική η ηλεκτρονική σήμανση των ζώων, για λόγους που αφορούν αποκλειστικά την προστασία τους και την καλλιέργεια της ευθύνης του ιδιοκτήτη. Το μεγαλύτερο μέρος όμως των αντεπιχειρημάτων που ακούστηκαν, όχι μόνο ήταν ορθά, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις και λίγα, μπροστά στο χάος που θα επέφερε το νομοσχέδιο, εάν παρ’ ελπίδα εφαρμοζόταν.
Το σχέδιο νόμου εισήγαγε για πρώτη φορά στην ελληνική νομοθεσία την έννοια του ερασιτέχνη εκτροφέα στη βάση της «διαιώνισης του είδους» με δικαίωμα οικιακής εκτροφής έως τρεις γέννες ανά ζευγάρι σκύλων, ενώ ταυτόχρονα, υποχρέωνε τους ιδιοκτήτες (που δεν διατηρούσαν ζευγάρια) να στειρώσουν τα ζώα τους υπό την απειλή του... ετήσιου προστίμου. Μάλιστα, ο υπουργός κ. Τσιρώνης επέλεξε σε πλείστες δημόσιες εμφανίσεις του να επιτεθεί στις φιλοζωικές ομοσπονδίες ρωτώντας τις εάν στηρίζουν ή όχι την καθολική στείρωση των δεσποζόμενων ζώων, τη στιγμή που η δική του πρόταση νόμου ήταν μια ωρολογιακή βόμβα για το παραεμπόριο. Η απάντηση στην υποχρεωτική καθολική στείρωση είναι αρνητική για λόγους κοινής λογικής: ο κτηνίατρος πρέπει να συνεκτιμήσει την κατάσταση της υγείας, την ηλικία και πολλές άλλες παραμέτρους για να προχωρήσει στην επέμβαση.
Ενώ το σχέδιο νόμου άνοιγε την κάνουλα του εμπορίου ζώων με διάφορες επιμέρους διατάξεις, ταυτοχρόνως κυριολεκτικά διέλυε τη φιλοζωική δραστηριότητα, αποκλειστικά χάρη στην οποία η Ελλάδα της κρίσης των τελευταίων ετών δεν είδε στους δρόμους της σκηνές αίσχους. Ενδεικτικά, το σχέδιο νόμου απαγόρευε τη σίτιση των αδέσποτων ζώων, ξανά υπό την απειλή του προστίμου. Το υπουργείο απάντησε ότι η σίτιση θα επιτρεπόταν στα σημεία που θα υποδείκνυαν οι -απρόθυμοι- δήμοι. Δηλαδή, οι κυρίες που φροντίζουν τα αδέσποτα στο Πεδίον του Άρεως πρέπει να τα βάλουν σε ταξί να τα πάνε στο Σύνταγμα στις ταΐστρες του δήμου Αθηναίων. Διαφορετικά, οι όχι και τόσο φιλόζωοι γείτονές τους, που κατά καιρούς γεμίζουν το πάρκο με φόλες, έχουν το δικαίωμα να τις καταγγείλουν για να επιβληθούν οι προβλεπόμενες κυρώσεις. Κι αν αυτό το παράδειγμα δείχνει την αποξένωση από την ελληνική πραγματικότητα, δυστυχώς δεν είναι το χειρότερο σημείο του σχεδίου νόμου που ρητά απαγόρευε τη διάσωση, την ιατρική περίθαλψη, τη φιλοξενία και την υιοθεσία αδέσποτων ζώων, καθώς και τις προσπάθειες να βρεθεί υιοθεσία για αδέσποτο ζώο, μέσω αγγελιών ή άλλων φιλοζωικών δικτύων, υπό την απειλή προστίμου και ποινής φυλάκισης. Κυριολεκτικά, το σχέδιο νόμου απαγόρευε στους κτηνιάτρους να παράσχουν ιατρική φροντίδα σε ζώο που δεν φέρει ηλεκτρονική σήμανση, δηλαδή είναι αδέσποτο, υποχρεώνοντάς τους να παραβούν θεμελιώδεις κανόνες δεοντολογίας.
Το βάρος όλης αυτής της δουλειάς, που γίνεται αθόρυβα, θα έπεφτε στους δήμους στους οποίους οι πολίτες θα ήταν ρητά υποχρεωμένοι να παραδώσουν τα αδέσποτα. Ωστόσο, όπως η ίδια η αιτιολογική έκθεση του υπουργείου παραδέχεται, οι δήμοι αποτυγχάνουν ήδη να ανταποκριθούν στις έως τώρα προβλεπόμενες υποχρεώσεις τους και η συντριπτική τους πλειοψηφία δεν διαθέτει καμία απολύτως δομή περίθαλψης και φιλοξενίας. Το οποίο μας οδηγεί σε ένα άλλο καίριο σημείο τριβής: τις μαζικές ευθανασίες. Η φιλοζωική κοινότητα κατήγγειλε ότι το σχέδιο νόμου ουσιαστικά λύνει τα χέρια των δήμων ώστε να προχωρήσουν σε μαζικές ευθανασίες αδέσποτων βαφτίζοντάς τα «υπέργηρα», «επιθετικά», «ζώα με μη ιάσιμες ασθένειες» ή γιατί πολύ απλά δεν θα τα ήθελε καμία φιλοζωική. Το ίδιο νομοσχέδιο που διαλύει τη δράση των φιλοζωικών, τις καλεί ως λύση έσχατης ανάγκης πριν την ευθανασία του ζώου, απαλλάσσοντας ολοσχερώς τους αρμόδιους κρατικούς φορείς από τις ευθύνες τους. Όμως,στη μεγάλη πλειοψηφία των δήμων της χώρας δεν υφίστανται οργανώσεις με νομική υπόσταση για να γλιτώσουν τα ζώα «από τη λαιμητόμο» και επιπλέον, οι προδιαγραφές που εισήγαγε για πρώτη φορά το σχέδιο νόμου επί της ουσίας αποκλείουν το 95% των φιλοζωικών, αφού ρητά προϋποτίθεται να διαθέτουν καταφύγιο.
Συμπερασματικά, η λογική για τη διαχείριση των αδέσποτων ζώων συντροφιάς από την οποία διεπόταν το προτεινόμενο νομοσχέδιο είναι εκτός ελληνικής πραγματικότητας, αλλά κυρίως εκτός φιλοζωικής κουλτούρας και γι’ αυτό αποτυγχάνει να απαντήσει και σε άλλα επιμέρους ζητήματα. Ενδεικτικά, το νομοσχέδιο προέβλεπε τη μείωση στο μισό των προστίμων για το παραεμπόριο, την κακοποίηση και τις κυνομαχίες, δηλαδή ακριβώς εκείνες τις αντικοινωνικές συμπεριφορές που έχει πλέον αποδειχτεί ότι συνδέονται και με εγκλήματα κατά της ζωής του ανθρώπου. Είναι μάλιστα άξιο διερεύνησης το ποιος εισηγήθηκε μια τέτοια εγκληματική διάταξη με σαφή οικονομικά οφέλη για συγκεκριμένους κύκλους, όπως ισχύει και για άλλα άρθρα του σχεδίου νόμου. Για όλους αυτούς τους λόγους, το αίτημα της φιλοζωικής κοινότητας να αποσυρθεί το νομοσχέδιο οριστικά και αμετάκλητα και ο διάλογος να ξεκινήσει με επίσημη πρόσκληση προς τις τρεις ομοσπονδίες της Ελλάδας και από μηδενική βάση, είναι απολύτως δίκαιο και πρέπει να γίνει πράξη.
Τι θα έπρεπε να λέει και να εννοεί το νομοσχέδιο
Ενώ ο πληθυσμός των αδέσποτων ζώων συντροφιάς είναι μεγάλος, το προσδόκιμο ζωής τους, με βάση της εμπειρίες των εθελοντών που δουλεύουν στο πεδίο, είναι μικρό, κατά μέσο όρο δύο χρόνια. Ο λόγος που τα αδέσποτα δεν μειώνονται είναι απλός: τα αδέσποτα ανανεώνονται. Αυτό συμβαίνει γιατί υπάρχουν διαρκώς νέες εγκαταλείψεις ζώων -κάθε καλοκαίρι και κάθε τέλος κυνηγετικής περιόδου τα φιλοζωικά σωματεία αγκομαχούν να ανταπεξέλθουν στο νέο κύμα- και γιατί γίνονται ανεξέλεγκτες γέννες, είτε οικιακές -σαν αυτές που ευνοούσε το σχέδιο νόμου- είτε στο δρόμο από ήδη αδέσποτα.
Για ένα κόσμο χωρίς ταλαιπωρημένα ζώα, δηλαδή για ένα καλύτερο κόσμο, η στόχευση οποιουδήποτε προοδευτικού νομοσχεδίου δεν μπορεί παρά να είναι διπλή και συγκεκριμένη: η ευζωία των ήδη υπαρχόντων αδέσποτων και η συστηματική και ενεργητική καλλιέργεια φιλοζωικής κουλτούρας στη νομοθεσία, στο κράτος, στους πολίτες.
Η δυσάρεστη αλήθεια που αποσιωπάται είναι ότι οι νέες εγκαταλείψεις τροφοδοτούνται σε μεγάλο βαθμό, αν και προφανώς όχι αποκλειστικά, από το εμπόριο ζώων. Το σκυλάκι της βιτρίνας, δώρο για την πρωτοχρονιά, είναι περιττό το Δεκαπενταύγουστο. Γι’ αυτό το Υπουργείο πρέπει να φροντίσει ώστε να εισηγηθεί ένα αυστηρό, διαφανές και αποτελεσματικό πλαίσιο ελέγχου του εμπορίου και των εισαγωγών ζώων από το εξωτερικό, όχι μόνο για τους σκύλους και τις γάτες, αλλά και για οποιοδήποτε εξωτικό (π.χ. πουλιά και ερπετά) ή άλλο ζώο συντροφεύει τον άνθρωπο (π.χ. ιπποειδή) και να εφαρμοστεί.
Η νομοθεσία πρέπει επιτέλους να απαντήσει στα ζητήματα επιβίωσης των αδέσποτων: η πείνα, η δίψα, η άμεση ιατρική περίθαλψη και η στείρωση πρέπει να αναδειχθούν ως προτεραιότητες για την τοπική αυτοδιοίκηση, ώστε μεταξύ άλλων να αποκλιμακωθούν οι εντάσεις στις τοπικές κοινωνίες γύρω από αυτό το ζήτημα. Οι δήμοι δεν μπορούν -και πιθανόν δεν θέλουν- να αναλάβουν μόνοι τους την ευθύνη του γόρδιου δεσμού των αδέσποτων. Μπορούν όμως να δημιουργήσουν δημοτικά κτηνιατρεία και καταφύγια, συνεργαζόμενοι μεταξύ τους και με τις φιλοζωικές οργανώσεις ως συμμάχους και υπό αυστηρές προδιαγραφές -όχι για την εξορία των ζώων στις παρυφές των βουνών, αλλά για την επανένταξή τους στην κοινωνία.
Όμως, το πιο σημαντικό που έχει την υποχρέωση να εξερευνήσει μια οικολογική διακυβέρνηση είναι πώς αυτό το πλούσιο κίνημα ανθρώπων που αντέδρασε σφοδρά στο σχέδιο νόμου θα αποκτήσει καλύτερη και καθαρότερη φιλοζωική παιδεία και εκπαίδευση και θα εξαπλωθεί και στην υπόλοιπη κοινωνία. Για να μην υπάρχουν εγκαταλελειμμένα ζώα πια, πρέπει καταρχάς να μην υπάρχουν άνθρωποι που τα εγκαταλείπουν και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από την ανάδειξη της φιλοζωίας ως καθολική αξία μιας πολιτισμένης κοινωνίας.
*Η Σοφία Μανδηλαρά είναι δημοσιογράφος και το 2014 υπήρξε υπεύθυνη του προεκλογικού προγράμματος για τα ζώα συντροφιάς στον δημοτικό συνδυασμό Ανοιχτή Πόλη