του Γιάννη Αρνέλλου*
Οι ΑΠΕ στην Κρήτη μετατράπηκαν από ευλογία σε κατάρα και από ελπίδα σε εφιάλτη μέσω του τρόπου που εξελίχτηκε η διαδικασία αδειοδότησης τους. Κύριος υπεύθυνος για αυτό είναι το κράτος (νομοθεσία διοίκηση ελεγκτικοί μηχανισμοί) που επέτρεψε στις εταιρίες να έχουν την πρωτοβουλία και ταυτόχρονα περιόρισε τους πολίτες σε ρόλο άβουλων ιθαγενών.
Οι ΑΠΕ μπήκαν στο δίκτυο του νησιού με την μορφή αιολικών
πάρκων και φωτοβολταϊκών σταθμών αλλά από την
νομοθεσία υπήρχε όριο για τις ΑΠΕ που εκτιμούσε ότι οι ΑΠΕ δεν μπορούν να
συμμετέχουν στην παραγωγή άνω του 30% για λόγους αξιοπιστίας του δικτύου. Με το
που οι αιτήσεις έφτασαν αυτό το όριο η ΡΑΕ σταμάτησε να δέχεται επιπλέον
αιτήσεις.
Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να μην υπάρχει δυνατότητα επένδυσης από μικρούς επενδυτές (στέγες) ενώ ταυτόχρονα η δυνατότητα για φαραωνικές επενδύσεις συνεχίστηκε μέσω προϋποθέσεων είτε διασύνδεσης είτε αποθήκευσης της παραγόμενης ενέργειας.
Ήδη όμως από την μία είχαν αρχίσει κάποιες αντιδράσεις που
αφορούσαν αιολικά και φωτοβολταϊκά πάρκα που εγκαταστάθηκαν και δημιούργησαν
προβλήματα στους κατοίκους των περιοχών αλλά και η διαδικασία αδειοδότησης είχε τέτοιες διαδικασίες που ουσιαστικά αν
κάποιος δεν παρακολουθούσε μανιωδώς εφημερίδες και ανακοινώσεις από τις δημοτικές
αρχές θα μπορούσε να βρεθεί να έχουν αδειοδοτηθεί αιολικά πάρκα στην ιδιοκτησία
του χωρίς να το γνωρίζει.
Το ειδικό καθεστώς των διακατεχόμενων εκτάσεων στην Κρήτη αλλά και η διοίκηση με την στάση της φέρει μεγάλη ευθύνη για το θέμα.
Το άλλο μεγάλο θέμα που αφορά τις Α/Γ κυρίως, από τις ΑΠΕ, είναι ότι η περιβαλλοντική νομοθεσία
ουσιαστικά είναι ένα ευχολόγιο που δρα με δύο τρόπους από την μία δεν
διασφαλίζει την ουσιαστική προστασία του περιβάλλοντος από την άλλη αφήνει το
περιθώριο αυθαιρεσιών από την διοίκηση.
Σε αυτό το περιβάλλον πολλά επιχειρηματικά σχήματα
προσπαθούν να εκμεταλλευτούν την δυνατότητα επένδυσης με ιδιαίτερα ευνοϊκές
αποδόσεις. Η πίεση είναι μεγάλη.
Ένας σωστός σχεδιασμός θα περιελάμβανε την ομαλή διείσδυση των ΑΠΕ στο νησί με φανερές διαδικασίες και κυρίως με εκ των προτέρων καθορισμένες θέσεις εγκατάστασης που θα μπορούσαν να δημοπρατούνται από τις τοπικές κοινωνίες προς τον όποιο επενδυτή.
Όμως η
ανικανότητα σε συνδυασμό με την διαφθορά που διέπουν το Ελληνικό κράτος, απέκλεισε
έναν τέτοιο σχεδιασμό. Ειδικά για την Κρήτη υπήρξε αυτή η δυνατότητα από τα
τέλη της δεκαετίας του 90.
Αντί αυτού επιλέχτηκε να προωθηθούν τα σχέδια εταιριών αρχικά
στα φωτοβολταϊκά (δεν προτιμήθηκε η τοποθέτηση στις στέγες των σπιτιών αλλά η
εγκατάσταση σε γεωργικές εκτάσεις
μεγαλύτερης κλίμακας) και κατόπιν η χωροθέτηση των Α/Γ να γίνει σύμφωνα με το τι
ζητούσαν οι εταιρίες.
Την δεδομένη στιγμή έχουμε εταιρίες που στοχεύουν στην εγκατάσταση αιολικών πάρκων φωτοβολταϊκών πάρκων και ηλιοθερμικών σταθμών με μόνο κριτήριο την απόδοση της επένδυσης. (παλαιότερα υπήρχε και ένας οικολογικός προσανατολισμός που όμως έσβησε λόγω του ανταγωνισμού και των τεράστιων κεφαλαίων που απαιτούνται πλέον για τέτοιες επενδύσεις)
Ταυτόχρονα έχουν εξελιχτεί αιτήσεις για την εγκατάσταση τεράστιων επενδύσεων (πολλαπλής παραγωγικότητας σε σχέση με την
κατανάλωση στην Κρήτη) που έρχονται να υπερβούν κατά πολύ τις ανάγκες του
νησιού με στόχο την εξαγωγή ρεύματος και με προϋπόθεση την διασύνδεση του
νησιού με το δίκτυο της κεντρικής Ελλάδας.
Επίσης έχουν εμφανιστεί και
προτάσεις που αντί της διασύνδεσης προτείνουν την αποθήκευση της ενέργειας σε
συστήματα δεξαμενών νερού από όπου θα παρέχεται η αποθηκευμένη ενέργεια στο
δίκτυο με υδροηλεκτρική μορφή.
Σε αυτό το σημείο εμφανίζεται το κίνημα κατά των βΑΠΕ όπου ενώ έχει ξεκινήσει από άτομα που απλά αντιδρούσαν στο να μπουν στην περιοχή τους Αιολικά Πάρκα με την ιδιοτελή λογική: "να μην μπουν στην αυλή μας να πάνε αλλού" κατόρθωσαν να συστρατεύσουν αρκετές ομάδες και πολίτες. Το κίνημα εξαπλώνεται σε όλη την Ελλάδα σταθερά αλλά υπάρχει και μία ποιοτική αλλαγή στα αιτήματα του.
Αρχικά υπήρξε συνολική άρνηση σε όποια επένδυση ΑΠΕ (εκτός των
μικρών οικιακών) και μάλιστα φαινόταν να αρνούνται και την όποια χρησιμότητα
των ΑΠΕ. Συνομωσιολογικά σενάρια κατά της κλιματικής αλλαγής κατά της
δυνατότητας των ΑΠΕ να παράγουν ενέργεια κλπ ήταν κυρίαρχα.
Όμως η ανάγκη για
διεύρυνση των υποστηριχτών του κινήματος οι συζητήσεις, οι ‘ζυμώσεις’ κλπ έχουν
δημιουργήσει τις συνθήκες για μια οικολογική προσέγγιση του θέματος και μάλιστα
με καθαρά πολιτικούς όρους που θέτουν σαν προϋπόθεση την ευμάρεια και την
συνέχεια των τοπικών κοινωνιών.
Οι οικολογικές και πολιτιστικές παράμετροι κάθε περιοχής αξιολογούνται και αυτό δρα ευνοϊκά και σε άλλες δραστηριότητες και επιλογές των τοπικών κοινωνιών.
Όμως ακόμα και τώρα τα αιτήματα του κινήματος περιορίζονται
στην άρνηση προτεινόμενων επενδύσεων και ουσιαστικά δεν αντιμετωπίζει το
υπαρκτό πρόβλημα που είναι η εξάρτηση από ορυκτά καύσιμα.
Το κύριο κριτήριο για να ενταχθεί μία πρόταση στα αιτήματα του κινήματος είναι το μέγεθος της και το ποιος την προτείνει και όχι αν προσφέρει στην Κρήτη ή όχι. Η δράση του κινήματος εστιάζεται σε ένδικα μέτρα , ακτιβισμούς και επικοινωνία μέσω διαδικτύου κυρίως. Ειδικά η επικοινωνία περιλαμβάνει και υπερβολές που σε κάποιο βαθμό ακυρώνουν την αποτελεσματικότητα του κινήματος.
Το κύριο θέμα όμως είναι το αν θα μπορούσε αυτό το κίνημα να
εξελιχτεί και προς ποια κατεύθυνση.
Ήδη έχει καταφέρει να νομιμοποιήσει την
παρουσία και τον λόγο του και να καθυστερήσει κάποιες εγκαταστάσεις Αιολικών
Πάρκων αλλά το κυριότερο είναι ότι έχει πετύχει να μην θεωρούνται τα σχέδια των
όποιων εταιρειών σαν ευκαιρίες ανάπτυξης αλλά να είναι ξεκάθαρο στην πλειονότητα
του κόσμου ότι οι εταιρείες ενδιαφέρονται μόνο για το κέρδος τους και όχι για
τον τόπο και τους κατοίκους του. Αυτό κάνει την διοίκηση, τουλάχιστον ποιο
επιφυλακτική στα διάφορα σχέδια και δυσκολεύει την πραγματοποίηση υπόγειων
σχεδίων.
‘Όμως από την άλλη πλευρά οι επενδυτές σε συνεργασία με την διοίκηση
οδηγούνται σε ακόμα ποιο ακραίες επιλογές όπως το fast track που αν προχωρήσουν σαν
επενδύσεις θα είναι ότι χειρότερο για την Κρήτη αφού καταστρέφουν το σύνολο
σχεδόν του τοπίου και του φυσικού περιβάλλοντος στην Κρήτη με όλες τις
συνέπειες που αυτό έχει.
Υπό αυτό το πρίσμα το κίνημα ενάντια στις βΑΠΕ για να συνεχίσει να προσφέρει πρέπει να διατυπώσει πρόταση που ειδικά για την Κρήτη θα πρέπει να περιλαμβάνει τον ακραίο στόχο για πλήρη απεξάρτηση από ορυκτά καύσιμα και επίσης ότι οι θέσεις εγκατάστασης ΑΠΕ θα αποφασίζονται με βάση τα συμφέροντα του τόπου και όχι των επενδυτών καθώς επίσης το τίμημα που θα αποδίδεται στις τοπικές κοινωνίες θα καθορίζεται από τις ίδιες. Το ίδιο μοντέλο θα μπορούσε να εφαρμοστεί και στα περισσότερα νησιά της Ελλάδας.
Προϋπόθεση για τα παραπάνω είναι να απομονωθούν οι ιδιοτελείς
φωνές που αρνούνται μόνο και μόνο για προσωπικά οφέλη και να κυριαρχήσουν οι
λογικές α) σκέπτομαι παγκόσμια πράττω τοπικά β) δρω αντί του αντιδρώ μόνο.
Φυσικά
θα πρέπει να διαφυλαχτεί και ο πολυσυλλεκτικός χαρακτήρας του κινήματος που
εξασφαλίζει την αυθεντικότητα και την δυναμική του.
Ο στόχος λοιπόν του κινήματος που μέχρι
στιγμής διατυπώνεται με όρους συναισθήματος και αντίδρασης σε προτάσεις που
κάνει η μεριά των όποιων επενδυτών θα πρέπει να εξελιχτεί σε προσπάθεια ριζικής
αλλαγής του θεσμικού πλαισίου εγκατάστασης των ΑΠΕ.
Το θεσμικό πλαίσιο αυτή την στιγμή δίνει την πρωτοβουλία στις εταιρίες να επιλέγουν σε ποια θέση και τι μέγεθος επένδυσης θα προτείνουν. Αν όμως αυτό αλλάξει, αυτομάτως αλλάζουν και οι συσχετισμοί με αποτέλεσμα η πρωτοβουλία να ανήκει στους πολίτες και όχι στις εταιρίες όπως είναι τώρα.
Η χρονική στιγμή είναι κρίσιμη.
- Αν περάσει η άποψη των εταιρειών η Κρήτη και κάθε μέρος με δυνατό αέρα και ήλιο θα γίνουν μπαταρίες και οι τοπικές κοινότητες έρμαια των εταιριών.
- Αν αποτραπεί υπάρχει ελπίδα. .
*ο Γιάννης Αρνέλλος είναι στέλεχος των Οικολόγων Πράσινων